- προσοδιακός
- -ή, -όν, Α [προσόδιος]1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.)2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» — η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ- υυ- υυ-. β) «προσοδιακὸς ρυθμός» — ο μετρικός χρόνος τών πολεμικών ασμάτων, πολεμικός ρυθμόςγ) «προσοδιακοὶ στίχοι» — στίχοι που αποτελούνται από τους παραπάνω μετρικούς πόδες, σε αντιδιαστολή προς τους δακτυλικούς.
Dictionary of Greek. 2013.